συννεφόσκιαστος
Смотреть что такое "συννεφόσκιαστος" в других словарях:
συννεφοσκίαστος — η, ο, Ν σκοτεινιασμένος από σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο + σκιάζω (Ι) (< σκιά)] … Dictionary of Greek
συννεφοσκίαστος — η, ο, Ν σκοτεινιασμένος από σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο + σκιάζω (Ι) (< σκιά)] … Dictionary of Greek